- ἐλαφῆ
- ἐλᾰφῆ, ἡ,A deerskin, Poll.7.90.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελαφή — ἐλαφῆ, η (Α) δέρμα ελαφιού … Dictionary of Greek
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
θριοβόλος — θριοβόλος, ὁ (Α) αυτός που ρίχνει ψήφους, λιθαράκια στο μαντικό αγγείο, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί «οι Παρνασσίδες νύμφες» + βολος < βάλλω (πρβλ. ελαφη βόλος, κορωνο βόλος)] … Dictionary of Greek